- συγγραμματεύω
- συγ-γραμμᾰτεύω,A to be
γραμματεύς
along with another,IG
12.202.36, 203.2, POxy.1427.2 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γραμματεύς
along with another,IG
12.202.36, 203.2, POxy.1427.2 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγραμματεύω — Α [συγγραμματεύς] είμαι συγγραμματεύς* … Dictionary of Greek